- επιχειρητικός
- ἐπιχειρητικός, -ή, -όν (Α) [επιχειρητής]1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις»)3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιχειρητικός — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικαί — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικῆς — ἐπιχειρητικός in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητική — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρητικήν — ἐπιχειρητικός in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)